- υπεραγόντως
- Αεπίρρ. πάρα πολύ, υπέρμετρα («ὑπεραγόντως θαυμαστές», ΠΔ).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπεράγων, -οντος, μτχ. ενεστ. τού ρ. ὑπεράγω + επιρρμ. κατάλ. -ως].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπεραγόντως — exceedingly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερδεής — ές, Α 1. αυτός που βρίσκεται πέρα από τον φόβο, ατρόμητος 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὑπεραγόντως ἐνδεὴς ἢ ἐλάσσων κατὰ δύναμιν». [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. απαντά στο χωρίο τής Ιλ. ὑπερδέα δῆμον ἔχοντα και, κατά την πιθανότερη άποψη, πρέπει να ερμηνευθεί… … Dictionary of Greek